Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Προμουτάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. προμουντάρω (1. τρέχω να προπορευθώ. 2. προπορεύομαι. 3. μπαίνω πρώτος).