Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πρόσαμμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το προσάναμμα, το μέσο με τα οποίο βάζουμε φωτιά.

Συνώνυμα:

Προσάναμμαν, Προσάψιμον (το)