Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σπούρτελλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ασφοδίλι, φυτό με λογχοειδή φύλλα. 2. βλ. μουσούλλα (ανθοφόρος καυλός του κρεμμυδιού).

Συνώνυμα:

Μούσουλλος (ο), Σπουρτούλλα (η), Σπούρτουλλος (ο)