Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σσοντζ̌ίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σσογγώ (σφογγίζω, στεγνώνω και ταυτόχρονα καθαρίζω κάτι τρίβοντάς το με πανί, πετσέτα κ.τ.λ.).

Συνώνυμα:

Σφοντζ̌ίζω, Σφουντζ̌ίζω