Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σσωβλάντζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα σπλάχνα, τα σωθικά.

Συνώνυμα:

Σσώδκια, Σσωθικά, Σσωτικά (τα)