Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τριαλλοκοπώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. γυαλλοκοπώ (1. γυαλλίζω πολύ έντονα. 2. είμαι πεντακάθαρος).

Συνώνυμα:

Δκυαλλοκοπώ