Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πιννιαούα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πιννιάα (μεγάλη και βαθιά πήλινη κατσαρόλα).

Συνώνυμα:

Πιννιάδα, Πιννιαού (η)