Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πιριλλίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πίλλια (1. ο βόλος. 2. τα γκαζάκια, παιδικό παιχνίδι με βόλους. 3. το σφαιρίδιο, μικρή σφαίρα από στερεό υλικό).

Συνώνυμα:

Ππιριλλίν (το)