Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πισινός, -ή, -όν »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τα οπίσθια, ο κώλος. 2. ο έσχατος, ο τελευταίος. 3. αυτός που βρίσκεται πίσω από κάποιον ή από κάτι άλλο.

Συνώνυμα:

Ποπισινός, -ή, -όν