Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πίσσης, -ισσα »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο τσιγγούνης, ο σφιχτοχέρης.

Συνώνυμα:

Πισσοκάης, -ισσα, Πισσόκωλος, -η, Ππιντής (ο), Ππιντίνα, Ππίντισσα (η), Ππιντοκάης, -ισσα, Ππίσσης, -ισσα