Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Προσ̌σ̌εφάλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το προσκέφαλο, το μαξιλάρι. 2. μτφ. η φροντίδα για ασθενή.

Συνώνυμα:

Προσ̌σ̌έφαλον (το)