Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Πρόσφορον (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
ο άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για τη Θεία Ευχαριστία.
Συνώνυμα:
Πρόσσορον (το)
Παροιμίες:
φακκούν του Παπά με τα πρόσφορα. Λέγεται σε περιπτώσεις που μας προσφέρουν κάτι και το αρνούμαστε για ασήμαντο λόγο