Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Προσταθκιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. χωρίζω με αυλάκι το στρέμμα σε "προστάθια". 2. βλ. προστάθιν (το 1/4 μιας σκάλας ή 3,600 τ.π.).