Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Πρωτάρα (η) »
Επίθετο
Σημασία:
1. αυτή που που γέννησε για πρώτη φορά. 2. βλ. πρωτάρης (1. ο πρωτόπειρος, αυτός που κάνει κάτι για πρώτη φορά ή που αποκτά για πρώτη φορά μια εμπειρία. 2. αυτός που δεν έχει ερωτική πείρα).