Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πυδκιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η πυτιά, η μαγιά Πυδκιά (η) η πυτιά. Το αποξηραμένο και αλατισμένο στομάχι νεογέννητου αιγοπρόβατου ή χοίρου, που δεν έχει προλάβει να φάει χόρτο και τρεφόταν μόνο με γάλα.

Ετυμολογία:

< αρχ. πυτιά (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα πυδκιά,η, 400) < πυετία < πυ-ετός < πυός «πρωτόγαλα» + παραγ. επίθημα -ετός. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λέξη προέρχεται από αμάρτυρη γενική πύ-ατος του μτγν. πῦαρ (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα πυτιά (η), 1522-1523).

Συνώνυμα:

Καταστατός (ο)