Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σταξιμαθκιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. στάξη (1. η σταλιά. 2. μτφ. το μίνιμουμ, το μηδαμινό).

Συνώνυμα:

Σταξ̌ιά, Σταξιμαδκιά, Στραντζ̌ιά (η)