Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στεντιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. στενάρω (υποφέρω, στεναχωριέμαι).

Συνώνυμα:

Στενιαρίσκω, Στεντάρω