Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τριμιθκιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τρεμιθκιά (η τρεμιθιά, ο τερέβινθος).

Συνώνυμα:

Τρουμιθκιά (η)