Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τριφτάριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τριν (1. είδος ζυμαρικού το οποίον ψήνεται στο γάλα. 2. οι ταλιατέλες).