Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τροπώννω »

Ρήμα

Σημασία:

ενώνω πρόχειρα με αραιές βελονιές το ύφασμα ή κομμάτια από ύφασμα πριν να τα γαζώσω.

Συνώνυμα:

Τρυπώννω