Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πιτσ̌ίμιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πιρτσ̌ίμιν (1. το φέρσιμο. 2. ο τρόπος. 3. το ίδιο).