Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πιτσυκλιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. πιτσιλίζω. 2. μουσκεύω. 3. μουσκεύομαι.

Συνώνυμα:

Πιτσυκλίζω, Πιτσυκλώ, Πιτσυλλώ