Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πύρουλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πυρινάδες (η έντονη ζέστη, η μεγάλη θερμοκρασία).

Συνώνυμα:

Πυρινάες (οι)