Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ρελλιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

ρελιάζω, ράβω πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για προστασία και στερεότητα.