Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χασκάσ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. είδος λουλοδιού. 2. το όπιο. 3. μτφ. το χωράφι μετά την καλλιέργεια.