Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χάσ̌σ̌ω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. χασκουρώ (1. κοιτάζω σαστισμένα. 2. χαζεύω. 3. εκπλήττομαι).

Συνώνυμα:

Χάσκω