Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χοντροτζ̌έφαλος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο άνθρωπος με χοντρό κεφάλι. 2. μτφ. ο βλάκας, αυτός που έχει περιορισμένη νοημοσύνη.