Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χορτοβατζ̌ής (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο πωλητής χρωμάτων. 2. ο πωλητής ειδών για κατασκευές ξύλινων αντικειμένων.