Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χουμίσιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φουμίσιν (1. ο έπαινος. 2. η καυχησιολογία).

Συνώνυμα:

Φούμισμαν (το), Φούμος (ο)