Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χράμιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ιχράμιν (1. το χράμι, υφαντό κλινοσκέπασμα από χοντρό μαλλί. 2. είδος τάπητα).