Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χωματσ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το χώμα, η σκόνη. 2. ο όγκος χώματος.

Συνώνυμα:

Χωματσούρα (η)