Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χωραττεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

χωρατεύω, προσπαθώ να προκαλέσω το γέλιο με λόγια ή και ενέργειες, αστευεύομαι.