Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψαλλίδα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δρωξαλλία (1. η ψαλίδα, η σχιζοτριχία. 2. είδος εντόμου).

Συνώνυμα:

Τρωξαλλία, Τρωξαλλίδα, Ψαλλία (η)