Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψεματάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η μεγάλη ψευτιά. 2. βλ. ψεματάρης (ο ψεύτης).

Συνώνυμα:

Ψεύταρος (ο), Ψευτάρα (η)