Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψεύταρος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ψεματάρης (ο ψεύτης).

Συνώνυμα:

Ψευτάρα (η), Ψεματάρα (η)