Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψηλόμουττον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ψηλομούττης (1. ο γεμάτος έπαρση. 2. ο αλαζόνας).

Συνώνυμα:

Ψηλόμουττος (ο), Ψηλομούττα (η)