Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψιλώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ψιλιανίσκω (χάνω βάρος, αδυνατίζω).

Συνώνυμα:

Ψυντρανίσκω