Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψιχάδκια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ψιάδιν (το ψιλοβρόχι, το ψιχαλητό).

Συνώνυμα:

Ψιχάιν (το) [πληθ. Ψιάδκια (τα)]