Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψυλλούτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ψυλλίνα (το σουμάκι, είδος θάμνου).

Συνώνυμα:

Ψυλλίτα (η)