Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ττουμπάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ττουμπαρίσκω (1. τρακάρω. 2. μτφ. α) αλλάζω γνώμη σε κάποιον. β) σταματώ κάτι προγραμματισμένο).