Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Υστερκά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ύστερα (1. τα ύστατα χρόνια. 2. τα μεταγενέστερα χρόνια. 3. το γήρας. 4. το τέρμα, το φινάλε).

Συνώνυμα:

Υστερινά (τα), Ύστερις (το), Ύστερος, -η, -ον