Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φακκημένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο κτυπημένος. 2. μτφ. ο έμπειρος

Συνώνυμα:

Φατσ̌ημένος, -η, -ον

Ειδικές φράσεις:

"φακκημένος της ζωής" (=ο έμπειρος της ζωής)