Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φαναριτζ̌ής (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο φαναρτζής, τεχνίτης που εργάζεται σε φανοποιείο.

Συνώνυμα:

Φαναρτζ̌ής (ο)