Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φάουσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο σκασμός. 2. δερματική ασθένεια. 3. μτφ. η μοχθηρή γυναίκα

Συνώνυμα:

Φαουσού (η)