Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φαρσέττα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φαλτσέττα (1. κοφτερό εργαλείο για φτιάξιμο παπουτσιών 2. συνεκδ. οποιαδήποτε κοφτερή λάμα).