Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φκιολάρης, -αινα »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βκιολάρης (o βιολιστής).

Συνώνυμα:

Δκιολάρης, Θκιολάρης