Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φλάγκα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βλάγκα (1. το συκώτι, το ήπαρ. 2. μτφ. η μεγάλη υπομονή).