Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φλομώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. βλομώννω (1. ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις. 2. ντουμανιάζω).