Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φόλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. κομμάτι τροφής που έχει εμποτιστεί με δηλητήριο για τη θανάτωση σκύλου ή άλλου ζώου. 2. το δόλωμα. 3. ο πολύ κακός ώστε να προκαλεί δυσαρέσκεια, αποστροφή.