Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φοράα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η φοράδα, το θηλυκό άλογο. 2. μτφ. μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα.